- ἑρκείῳ
- ἕρκειοςmasc/fem/neut dat sgἑρκεί̱ῳ , ἑρκεῖοςofmasc/neut dat sgἑρκεί̱ῳ , ἑρκεῖοςofmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑρκείωι — ἑρκείῳ , ἕρκειος masc/fem/neut dat sg ἑρκεί̱ῳ , ἑρκεῖος of masc/neut dat sg ἑρκεί̱ῳ , ἑρκεῖος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού … Dictionary of Greek